σειραϊκός

σειραϊκός
-ή, -ό, Ν
1. μουσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σειρά ή στον σειραϊσμό («σειραϊκός συνθέτης»)
2. φρ. α) «σειραϊκή μουσική»
μουσ. μέθοδος ή τεχνική μουσικής σύνθεσης, κατά την οποία ένα πρότυπο επαναλαμβάνεται συνεχώς σε ένα μεγάλο μέρος τού μουσικού έργου
β) «σειραϊκή ομολογία»
(συγκρ. ανατ.) αντιστοιχία μεταξύ μεταμερικών δομών τού ίδιου οργανισμού, όπως είναι λ.χ. η ομολογία μεταξύ τών κάτω άκρων και τών άνω άκρων τού ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. -ικός. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. serial (homology)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σειριακός — (I) ή, ό, Ν [Σείριος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστέρα Σείριο 2. φρ. «σειριακοί αστέρες» λευκοί υποκύανοι αστέρες τύπου Α, με επιφανειακή θερμοκρασία 10.000° 12.000° C, τών οποίων το φάσμα είναι ανάλογο με το φάσμα τού Σειρίου. (II) ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”