- σειραϊκός
- -ή, -ό, Ν1. μουσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σειρά ή στον σειραϊσμό («σειραϊκός συνθέτης»)2. φρ. α) «σειραϊκή μουσική»μουσ. μέθοδος ή τεχνική μουσικής σύνθεσης, κατά την οποία ένα πρότυπο επαναλαμβάνεται συνεχώς σε ένα μεγάλο μέρος τού μουσικού έργουβ) «σειραϊκή ομολογία»(συγκρ. ανατ.) αντιστοιχία μεταξύ μεταμερικών δομών τού ίδιου οργανισμού, όπως είναι λ.χ. η ομολογία μεταξύ τών κάτω άκρων και τών άνω άκρων τού ανθρώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. -ικός. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. serial (homology)].
Dictionary of Greek. 2013.